-
1 πενιχρότατοι
πενιχρόςpoor: masc nom /voc superl pl -
2 πενιχρός
См. также в других словарях:
πενιχρότατοι — πενιχρός poor masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 πενιχρότατοι
2 πενιχρός
πενιχρότατοι — πενιχρός poor masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)